- αγγλόφοβος
- -η, -οεκείνος που φοβάται τους Άγγλους ή δυσπιστεί σ' αυτούς· αφηρημ. ουσ. αγγλοφοβία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγλόφοβος — η, ο αυτός που φοβάται ή εχθρεύεται τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φοβούμαι. ΠΑΡ. αγγλοφοβία] … Dictionary of Greek
αγγλοφοβία — η [αγγλόφοβος] φόβος, δυσπιστία ή έχθρα για τους Άγγλους … Dictionary of Greek